Ξημέρωνε, δεκατέσσερις Σεπτεμβρίου 1944! Μια μέρα μουντή, συννεφιασμένη, μια μαύρη μέρα, που έμελλε να σημαδέψει για πάντα τη μικρή μας πόλη! Ο Σούμπερτ, ο χασάπης της Κρήτης, ο εκτελεστής του εγκλήματος του Χορτιάτη, δυστυχώς διψούσε πάλι για αίμα! Μέρες ενορχήστρωνε ένα κονσέρτο για πολυβόλα και οι πειθήνιοι συνεργάτες του ήταν έτοιμοι να το εκτελέσουν… Θεριά ανήμερα, από τα άγρια χαράματα, ξεχύθηκαν στους δρόμους αναζητώντας σαν τα λαγωνικά τα θύματά τους… Τα ποδοβολητά τους στα πλακόστρωτα, η κλαγγή των όπλων τους, οι φωνές τους, που σπάθιζαν τον αέρα, πάγωσαν τους φιλήσυχους πολίτες, που ξαγρυπνούσαν. Η ιδέα του θανάτου τους παρέλυσε, απεγνωσμένα ζήτησαν πίστωση από τον χρόνο, αναζήτησαν κρυψώνες, σβήνοντας από λαχτάρα για ζωή!

Ο κυρ-Λεωνίδας, φιλήσυχος ανθρωπάκος, νιώθει την απειλή, διαισθάνεται τη συμφορά που πλησιάζει… Τι κι αν τον λένε Λεωνίδα, γέρνουν οι ώμοι του από το ηθικό χρέος που του κληροδότησε το ηρωικό του όνομα. Γέρνουν οι ώμοι του από το προσωπικό του χρέος· έχει φαμελιά, έχει παιδιά ν’ αναστήσει, γι’ αυτό πρέπει να προστατεύσει τον εαυτό του, να ζήσει! Νιώθει τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του· εγκλωβισμένος από το χρέος του, προσπαθεί ν’ αγκιστρωθεί από τη ζωή, όμως λόγω της βαρηκοΐας του δυσκολεύεται ν’ αφουγκραστεί τον κίνδυνο. Πανικοβλημένος, αδυνατεί να σκεφτεί! Ψάχνει πρόχειρες λύσεις και ενστικτωδώς κουλουριάστηκε σαν έμβρυο ανάμεσα στα σακιά με τ’ αλεύρι… Οι Μοίρες όμως είχαν αποφασίσει για την τύχη του, τον είχαν ήδη εγκαταλείψει…

Στο αμπάρι με τα στοιβαγμένα σακιά επικρατούσε νεκρική σιγή, ο χρόνος κυλούσε αργά, βασανιστικά, και όσο κορυφωνόταν ο φόβος τόσο ο κυρ-Λεωνίδας κουλουριαζόταν, ήθελε να εξαφανιστεί μέσα στο αφράτο, κατάλευκο αλεύρι… Όμως τα λαγωνικά του Σούμπερτ, εκπαιδευμένα να οσφρίζονται τον ανθρώπινο φόβο και να επινοούν τεχνάσματα για ν’ ανακαλύπτουν το θήραμά τους, τον ξετρύπωσαν από την κρυψώνα του, τον τράβηξαν στον δρόμο.

Τα αλευρωμένα ρούχα του τον ενοχοποίησαν· η απελπισμένη προσπάθεια να κρυφτεί τον καταδίκασε…

“ Οι στρατιώτες τον έσυραν κυριολεκτικά και τον έσπρωξαν να ενωθεί με το «κοπάδι» των ανθρώπων, που ετοιμάζονταν για τη θυσία… “

Λίγα ακούει, λιγότερα καταλαβαίνει· παράλυτος από τον φόβο που του γεννούσαν τα σκοτεινιασμένα τους πρόσωπα και τα προτεταμένα τους όπλα. Χαμένος μέσα στη σιωπή, ακολουθεί το πλήθος!

Το θέατρο του παραλόγου είχε ξεκινήσει· πρωταγωνιστές αυτής της ανείπωτης τραγωδίας οι άνθρωποι της μικρής μας πόλης. Οι ταγματασφαλίτες ούρλιαζαν, αναζητούσαν ενόχους, χρειάζονταν άλλοθι για τα πολλαπλά τους εγκλήματα. Τα κύμβαλα του θανάτου ήχησαν! Τράβηξαν κάποιους άντρες μπροστά και τους έβαλαν να σκάψουν έναν μεγάλο λάκκο, που σε λίγες ώρες, στην καταματωμένη του αγκαλιά, θα έκλεινε αθώους πολίτες, θύματα της μισαλλοδοξίας…

Μέσα στο αλαφιασμένο πλήθος ο κυρ-Λεωνίδας, ο φιλήσυχος εισπράκτορας του υποσταθμού της ηλεκτρικής εταιρείας «Βέρμιον», ήταν κυριολεκτικά χαμένος… Δυσκολευόταν ν’ ακούσει και προσπαθούσε να διαβάσει τα χείλη των δημίων του, που τ’ ανοιγόκλειναν απειλητικά. Διαισθανόταν την απειλή, τον κίνδυνο από τις βίαιες κινήσεις τους και τις φρικιαστικές συσπάσεις του προσώπου τους. Ταυτόχρονα διάβαζε τον φόβο, τον πανικό στα πανιασμένα πρόσωπα των συμπατριωτών του, που απελπισμένα προσπαθούσαν να γίνουν αόρατοι, να περάσουν απαρατήρητοι από τους χαφιέδες… Οι ταγματασφαλίτες εξοργίζονταν από τη σιωπή του πλήθους και ούρλιαζαν ακόμη πιο δυνατά· αναζητούσαν ενόχους, ήθελαν να χυθεί αίμα, απαιτούσαν ν’ αποκαλυφθούν οι αντιστασιακοί, να κατονομαστούν οι σύνδεσμοι των ανταρτών του Πάικου και του Βερμίου… Οι λέξεις Πάικο – Βέρμιο εναλλάσσονταν μανιωδώς, με ασύλληπτη ένταση, με αποτέλεσμα να προκαλείται ζάλη και σύγχυση στο πλήθος των συλληφθέντων.

Ο κυρ-Λεωνίδας, που αγωνιζόταν να ακούσει για να καταλάβει… παγιδεύτηκε από τη Μοίρα! Απροσδιόριστα το αυτί του συνέλαβε τη λέξη «Βέρμιο»… Ταυτόχρονα κάποιος από το πλήθος, με αδιευκρίνιστο κίνητρο, έγειρε αρκετά κοντά του και του σφύριξε στο αυτί πως ψάχνουν κάποιον από το Βέρμιο… Κι ο καλοκάγαθος, ο κυρ-Λεωνίδας, τρέμοντας, ψέλλισε: «Εγώ, εγώ εκπροσωπώ το Βέρμιο»! Αυτή η μαγική λέξη, η τόσο μικρούλα, που τόλμησε να ψελλίσει, έπεσε σαν κεραυνός επάνω του και έγινε η καταδίκη του!

Δεν τον ξαναρώτησαν τίποτα, δεν του ζήτησαν διευκρινίσεις· η διαδικασία ήταν απλή… Ένα χέρι τον άρπαξε βίαια, τον πέταξε θριαμβευτικά μπροστά· επιτέλους βρέθηκε ένας ένοχος που ομολόγησε το έγκλημα! Ακολούθησε μια παγερή σιωπή και μετά τα πολυβόλα γάζωσαν τους αθώους πολίτες… και μαζί τους τον κύριο Λεωνίδα! Έπεσε αντάξιος του ηρωικού του ονόματός! Έπεσε φυλάσσοντας Θερμοπύλες, μια ανάσα πριν την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!! Έφυγε χωρίς ν’ ακούσει την αιτία της καταδίκης του, θύμα των ακουόντων…

ΑΣΙΚΛΑΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΤΩΝ 18
ΓΟΥΡΓΟΥΛΑΣ ΚΩΝΝΟΣ ΕΜΠΟΡΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΕΩΠΟΝΟΣ
ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
ΣΤΟΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ
ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ