Λαμβάνοντας τη σκυτάλη από το προηγούμενο  τεύχος του Ιουνίου και το εξαιρετικό άρθρο  της Μαρίας Τριανταφυλλίδου για την οδό  Δ.&Μ. Παπαδοπούλου, θα συνεχίσουμε  με την οδό της 14ης Σεπτεμβρίου 1944 και  τον ομαδικό τάφο, μια μαζική σφαγή  αμάχων όπου και τα δύο αδέλφια, οι  ποτοποιοί Δημήτριος και Μάξιμος βρήκαν φρικτό θάνατο  μαζί με δεκάδες άλλους συμπολίτες τους τραγικά θύματα της  ναζιστικής τρομοκρατίας.

Η οδός της 14ης Σεπτεμβρίου, που ξεκινά από την οδό  Κύπρου και καταλήγει κάθετα στην οδό Χατζηδημητρίου,  είναι ένα μικρό δρομάκι που υπάρχει από την οθωμανική  περίοδο. Ανήκει στην μουσουλμανική συνοικία Γιακούμπ  Μπέη που βρισκόταν στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης,  ανάμεσα στους στρατώνες του Ταλαμπά (Καψάλη) και την  περιοχή της κεντρικής πλατείας Γκόνου Γιώτα, συνορεύοντας  βορειοανατολικά με τον χριστιανικό Κάτω Μαχαλά. Υπήρχε  επίσης ένας μεντρεσές, μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο, εκεί  που σήμερα βρίσκεται η εκκλησία των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.

Κατά τον Μεσοπόλεμο και με την έλευση χιλιάδων Ελλήνων  προσφύγων που ανταλλάχθηκαν με τους Τούρκους της  περιοχής άλλαξαν άρδην οι συνθήκες.

 Ο μεντρεσές λειτουργεί ως αποθήκη καυσίμων και αργότερα  ως κατοικία φτωχών οικογενειών. Οι εκπαιδευτικές ανάγκες  των προσφύγων θα καλυφθούν με το χτίσιμο του επιβλητικού  τότε 1ου Δημοτικού Σχολείου. Η οικονομική δραστηριότητα  αναπτύσσεται με την ίδρυση πολλών εμπορικών επιχειρήσεων,  αλευρόμυλων , νηματουργείων.

 Το 1ο Δημοτικό και πίσω δεξιά ο Ταλαμπάς (στρατόπεδο Καψάλη)

Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής δημόσια κτήρια, σχολεία  αλλά και ιδιωτικές κατοικίες της γειτονιάς επιτάσσονται. Το 1944  στο 1ο Δημοτικό θα στεγασθεί η γερμανική φρουρά με ξύλινο  παρατηρητήριο στην οροφή του, ο μεντρεσές θα μετατραπεί σε  κρατητήριο, η οικία Ποργιάζη σε φρουραρχείο-κομαντατούρα  και στον πάνω όροφο κατοικία του φρούραρχου. Αυτά τα τρία  κτήρια περιφραγμένα με συρματοπλέγματα και χαρακώματα  τα ονόμαζαν «το στρατόπεδο».

 Χάρτης των Γιαννιτσών κατά την οθωμανική περίοδο

Αυτό που έκανε τους Γερμανούς να εγκατασταθούν στο  κέντρο των Γιαννιτσών το 1944 δεν είναι άλλο από το φόβο  που τους προκαλούσε το αντιστασιακό κίνημα του ΕΑΜ που άρχισε να θεριεύει με κέντρο το βουνό Πάικο και το  30ο  Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Μπροστά σε αυτή την απειλή, οι  γερμανικές αρχές από το 1943 επένδυσαν στη συνεργασία  με Έλληνες φιλογερμανούς, εθνικιστές, αντικομμουνιστές  αντιπάλους του ΕΑΜ από τα γύρω χωριά, οι οποίοι δεχόμενοι  ανελέητες επιθέσεις από τον ΕΛΑΣ καταλήγουν στα Γιαννιτσά  το καλοκαίρι του 1944 έχοντας ως έδρα ξενοδοχεία και οικίες  που είχαν οχυρώσει με αμμόσακους όπως στο μέσον της οδού  Χατζηδημητρίου με Χατζόπουλου.

 Ο Πούλος επιθεωρεί τους γερμανοντυμένους άνδρες του.

Στις 5 Αυγούστου 1944 ο Αυστριακός στρατιώτης OtmarDorne  έπειτα από οινοποσία εγκατέλειψε το γερμανικό στρατό  κατοχής και εντάχθηκε στο 30ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, για  αυτό άλλωστε και το μένος εναντίον των ποτοποιών της πόλης  με θύματα από τις οικογένειες Μπόσκου και Παπαδόπουλου. Στις 9 Σεπτεμβρίου, στο Φρουραρχείο-οικία Ποργιάζη,  στο γραφείο του Γερμανού Στρατιωτικού Διοικητή Μαξ  Ρέσκο, ο Σούμπερτ με τους υπαρχηγούς του Καπετανάκη  και Γερμανάκη, ο Κύρος Γραμματικόπουλος, ο οργανωτής  και διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας της περιφέρειας  Γιαννιτσών που εξόπλισε τους τουρκόφωνους κατοίκους  της Αραβησσού, ο Πούλος με τον γραμματέα του Παντελή  Τριανταφύλλου με έδρα την Κρύα Βρύση όπως και ο Στέργιος  Σκαπέρδας, κτηνοτρόφος από το Δροσερό, ο Καπετάν Ιορδάνης  Χασερής από το Καλλίφυτο Δράμας και ο συγχωριανός του  Απόστολος Τσαρουχίδης (Αρκάδιος) στην Παραλίμνη, ο  Ιωάννου και άλλοι, συμμετέχουν σε μια σύσκεψη με θέμα τα  αντίποινα εναντίων του άμαχου πληθυσμού ώστε μέσω της  τρομοκράτησης να επιβάλλουν την «τάξη». 

Το μεσημέρι της 13ης Σεπτεμβρίου κήρυκες με χωνιά και  πυροβολισμούς ανακοινώνουν την απαγόρευση κυκλοφορίας  μέχρι την 6η πρωινή της 14ης Σεπτεμβρίου.

Άνδρες των Ταγμάτων περικυκλώνουν την πόλη,  συγκεντρώνοντας όλους τους άντρες και τα παιδιά άνω των  δέκα ετών, στην πλατεία του 1ου Δημοτικού Σχολείου ενώ  τις γυναίκες και τα μικρότερα παιδιά στην πλατεία Αγίου  Γεωργίου.

“Για δύο ώρες, πολλοί από τους συγκεντρωμένους στον προαύλιο χώρο του σχολείου δάρθηκαν με σίδερα και ξύλα.”

Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Σούμπερτ, ο οποίος στη σύντομη  ομιλία του εκτόξευσε ύβρεις και απειλές εναντίον των  συλληφθέντων δίνοντας το παράγγελμα στα πρωτοπαλλήκαρά  του Γερμανάκη και Καπετανάκη να ξεκινήσουν οι πρώτες  εκτελέσεις. Η εμφάνιση του Πούλου έφιππου με ελληνική  στολή και η σύντομη ομιλία του, θα σταματήσει για λίγο τις  εκτελέσεις που θα συνεχιστούν με περισσότερη μεθοδικότητα  το μεσημέρι. Από το προαύλιο του σχολείου οι άντρες των  Ταγμάτων σχημάτισαν έναν διάδρομο, ο οποίος  κατέληγε σε ένα μεγάλο λάκκο, τον ομαδικό  τάφο, που είχε ανοιχτεί από εφήβους το πρωί  σε γειτονικό οικόπεδο.

Όσοι επελέγησαν από τους συγκεντρωμένους υποχρεώθηκαν  να περάσουν από τον διάδρομο αυτό, δεχόμενοι χτυπήματα  με ξύλα και σίδερα ώσπου να καταλήξουν ημιθανείς μέσα στο  λάκκο. Εκεί, άλλοι οπλισμένοι με αυτόματα τους εκτελούσαν,  ανοίγοντας ταυτόχρονα πυρ εναντίον τους. Παρόντες στις  εκτελέσεις ήταν και οι Γερμανοί αξιωματικοί της πόλης,  κάποιοι απλώς τραβούσαν φωτογραφίες. Με αυτόν τον τρόπο  εκτελέστηκαν πάνω από εβδομήντα πέντε άτομα. Σύμφωνα  με άλλους υπολογισμούς, ο συνολικός αριθμός των νεκρών  πλησίαζε ή και ξεπερνούσε τους εκατό. Διότι ανάμεσα στους  νεκρούς εκείνης της ημέρας συγκαταλέγονταν και όσοι έτυχε να  εργάζονται στους αγρούς έξω από την πόλη των Γιαννιτσών.

 Ο ομαδικός τάφος, τα οικοδομήματα αφαιρέθηκαν
από την εικόνα.

Γράφει μια μαθήτρια το 2006 για τον  ομαδικό τάφο στο μάθημα της Τοπικής  Ιστορίας Γ΄ Γυμνασίου: 

Πραγματικά αξιοθαύμαστη είναι η  αδιάφορη στάση που κρατάμε σήμερα  απέναντι στη θυσία των νεκρών  της 14ης Σεπτεμβρίου.

 Και πολύ αξιοθαύμαστο το γεγονός  ότι περνώντας από την οδό της 14ης  Σεπτεμβρίου δε ρίχνουμε ούτε μια  ματιά στο ένδοξο μνημείο που είναι  αδιάψευστο και χειροπιαστό στοιχείο  του τι συνέβη εκείνη την ημέρα.  Αλλά πολύ απλά περνάμε βιαστικοί  ανησυχώντας για το αν θα βρούμε  χώρο να παρκάρουμε, αν θα αργήσουμε  στη δουλειά χαμένοι μέσα στα άγχη  της σημερινής κοινωνίας χωρίς να  σκεφτόμαστε τους ανθρώπους που  θυσιάστηκαν για να ζούμε σήμερα  ελεύθεροι. Δίκιο έχει λοιπόν ο  Ζάχος Σαββόπουλος ,ο οποίος  λέει:

«Καλότυχοι οι νεκροί  που λησμονούνε».

Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια η ημέρα της 14ης Σεπτεμβρίου  παραμένει στη μνήμη πολλών ανθρώπων, οι οποίοι είχαν την  ατυχία να ζήσουν από κοντά αυτές τις τραγικές σκηνές. Η  σελίδα αυτή της ζωής τους μένει ριζωμένη βαθιά στις καρδιές  τους, ανεξίτηλη, αλησμόνητη, ανεπανάληπτη και ιδίως όταν  αυτές οι εμπειρίες βιώνονται σε μικρή ηλικία. «Ζοφερές μέρες  τότε που αρχίσαμε να βλασταίνουμε σε τούτο τον κόσμο.», λέει  ο Ζάχος Σαββόπουλος.

 Η εκτέλεση του Σούμπερτ στο Επταπύργιο μετά από δίκη το 1947

 Απόστολος Ηλιόπουλος, κατάφερε να βγει ζωντανός
από τον ομαδικό τάφο

 «Είχε πλακώσει στα Γιαννιτσά μας η μαυρίλα
κι ο φόβος του θανάτου.
Τα όρνια κρύφτηκαν από φόβο.
Και τότε μάθαμε τι έγινε στον ομαδικό τάφο.
Χορός θανάτου. Σφαγή δικαίων. Πυραχτωμένο
αμόνι, που χάραζε ψυχές ηρώων».

Ζάχος Σαββόπουλος

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΡΑΠΑΝΟΣ

Φιλόλογος, 4ο Γυμνάσιο Γιανν.
karapa63@gmail.com